- ζάφτω
- μετ. бить, ударить; давать пощёчину, оплеуху;
§ τό ζάφτει — он любит выпить; — он зашибает (прост.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ τό ζάφτει — он любит выпить; — он зашибает (прост.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ζάφτω — 1. χτυπώ δυνατά, πλήττω («τού ζαψε μια στα μούτρα») 2. φρ. (για κρασί) «τό ζάφτει» τό πίνει, τό ρουφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < *διάφτω < αρχ. ιάπτω «χτυπώ»] … Dictionary of Greek